- κορακησία
- κορακ-ησία, ἡ, name of a herb, Pythag. ap. Plin.HN24.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορακησία — κορακησία, ἡ (Α) ονομασία πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + κατάλ. ήσιος (θ. ησία), πρβλ. ιτ ήσιος, ημερ ήσιος. Με το ουδ. ήσιον τής ίδιας κατάλ. σχηματίστηκε η λ. κορακ ήσιον*] … Dictionary of Greek
κορακήσιον — κορακήσιον, τὸ (Α) 1. πιθ. είδος πήλινου αγγείου 2. ως κύριο όν. Κορακήσιον ονομασία τοποθεσίας στην Παμφυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κορακησία] … Dictionary of Greek
κορακήσιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρακα («κορακήσια μύτη») … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek